- βασταγός
- και βασταός και βαστάος, ο1. ο γάιδαρος2. τοίχος που συγκρατεί το χώμα επικλινούς αγρού3. όριο αγρού4. πληθ. οι όρχεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασταγός < (ρ) βαστάζω (πρβλ. αρμεγός < αρμέγω, φευγός < φεύγω κ.ά.). Ο τονισμός πιθ. κατά τα βοσκός (< βόσκω), πομπός (< πέμπω), τροχός (< τρέχω) κ.ά. Ο όρος βασταγός από την έννοια «αυτός που σηκώνει φορτίο» μετέπεσε στη σημασία «γάιδαρος», του ζώου δηλ. που συνήθως χρησιμοποιείται για τη μεταφορά φορτίων στην ελληνική ύπαιθρο. Ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη παρατηρείται και στο συγγενές μ' αυτό ουσ. γομάρι, το οποίο αρχικά μεν δήλωνε «το φόρτωμα», αργότερα όμως προσέλαβε κι αυτό τη σημ. «γάιδαρος»].
Dictionary of Greek. 2013.